φάκελος

φάκελος
φάκελος [pron. full] [ᾰ], ,
A bundle, faggot, φρυγάνων, ῥάβδων, Hdt.4.62,67;

ξύλων E.Cyc.242

;

δονάκων Opp.H.4.419

(σφακέλους codd.);

ὕλης Th.2.77

; οἱ φ. τῶν ῥάβδων, = Lat. fasces, D.C.53.1; also written

φάκελλος Arist.Metaph.1016a1

(but φάκελος codd. EJ and Alex.Aphr. and so all codd. in 1042b17), Aen.Tact.33.1, D.H.7.11, J.AJ5.7.4 (v.l. φακέλους), Polyaen.7.6.9, but the form φάκελος is corroborated by Phld.Rh.1.74 S., Edict.Diocl.32.26, and required by the metre in E. and Opp. ll.cc.; distd. from σφάκελος by Ptol.Asc.p.406 H.; cf. κομποφακελορρήμων.
II = φακιόλιον, Phot., Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φάκελος — φάκελος, ο και φάκελο, το 1. χάρτινη θήκη για επιστολές ή έγγραφα: Τα γραμματόσημα του φακέλου. 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση. 3. χαρτοφύλακας όπου ταξινομούνται και φυλάγονται έγγραφα, ντοσιέ: Ο μπλε φάκελος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάκελος — bundle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

  • φακέλου — φάκελος bundle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακέλους — φάκελος bundle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακέλῳ — φάκελος bundle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελοι — φάκελος bundle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελον — φάκελος bundle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίκος — ο, Ν 1. (κυρίως για χαρτονομίσματα) δεσμίδα, μάτσο («είχε πλίκο τα χιλιάρικα») 2. περιτύλιγμα, φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. plico «φάκελος, πτυχή» < λατ. plico «διπλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φάκελο — και εσφ. γρφ. φάκελλο, το, Ν ο φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”